Μάθηση και εγκέφαλος: Πώς επηρεάζει την εκπαίδευση ενηλίκων

Μέσω της μάθησης η δομή του εγκεφάλου αλλάζει

Περιεχόμενα



Η ανάγκη της συνεχούς μάθησης και εξέλιξης

Σήμερα, η ικανότητα να μαθαίνουμε διαρκώς δεν είναι απλώς επιλογή αλλά είναι προϋπόθεση για να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας και να αναπτυχθούμε.
Η τεχνολογία εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, η τεχνητή νοημοσύνη μεταμορφώνει τον τρόπο που εργαζόμαστε και οι απαιτήσεις της αγοράς μεταβάλλονται συνεχώς. Για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτές τις προκλήσεις, χρειάζεται να καλλιεργούμε διαρκώς νέες δεξιότητες.

Η δια βίου μάθηση μάς επιτρέπει να προσαρμοζόμαστε:

  • Να αποκτούμε νέα hard skills (upskilling, reskilling) ώστε να παραμένουμε εντός των εξελίξεων και να αξιοποιούμε τις νέες τεχνολογίες, αντί να μένουμε πίσω.
  • Να καλλιεργούμε soft skills, όπως η επικοινωνία, η συνεργασία και η συναισθηματική νοημοσύνη, που είναι απαραίτητα για να ενταχθούμε ομαλά σε μια ομάδα και να δουλέψουμε αποτελεσματικά με άλλους.
  • Να διατηρούμε μια νοοτροπία ευελιξίας και ανοιχτότητας, ώστε να αντιμετωπίζουμε τις αλλαγές με αυτοπεποίθηση και δημιουργικότητα.

Η νοοτροπία της δια βίου μάθησης και ανάπτυξης δεν είναι πολυτέλεια, είναι αναγκαιότητα. Όσοι επενδύουν στη συνεχή εκπαίδευση, τόσο της ομάδας όσο και του εαυτού τους, όχι μόνο προλαβαίνουν τις εξελίξεις, αλλά γίνονται οι ίδιοι φορείς αλλαγής στον χώρο εργασίας τους.

Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος, μπορεί να μας βοηθήσει να μαθαίνουμε πιο αποτελεσματικά, να ενισχύσουμε την απόδοσή μας στη δουλειά και να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τις δυνατότητές μας. Παρακάτω, παρουσιάζονται τρόποι, με τους οποίους μπορεί να ενισχυθεί η μαθησιακή διαδικασία, με βάση τις γνώσεις για τη λειτουργία του εγκεφάλου.

Πως μαθαίνει ο εγκέφαλος;

Ο εγκέφαλος μας αποτελείται από δισεκατομμύρια κύτταρα, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένος ο εγκέφαλος, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί. Οι συνδέσεις μεταξύ των κυττάρων του νευρικού μας συστήματος, καθορίζουν τη συμπεριφορά μας και είναι αποτέλεσμα, εκτός της φύσης (δηλαδή τι κληρονομούμε) και της μάθησης. Ο εγκέφαλος έχει τη δυνατότητα να αλλάζει και να αναδιαμορφώνεται μέσω της διαδικασίας της μάθησης, εξαιτίας της πλαστικότητάς του, δηλαδή όσο προσπαθούμε και ασχολούμαστε με κάτι, ο εγκέφαλός μας τη στιγμή εκείνη αναδιαμορφώνεται με σκοπό εν τέλει να λειτουργεί διαφορετικά. Αυτό πετυχαίνει η μάθηση. Η ικανότητα αυτή του εγκεφάλου να αλλάζει και να αναδομείται, ονομάζεται “νευροπλαστικότητα”. Η νευροπλαστικότητα, συνεχίζεται καθόλη τη διάρκεια της ζωής, ωστόσο οι νεότεροι εγκέφαλοι είναι και πιο εύπλαστοι. 

Μέσα από τις νέες συνθήκες και τα ερεθίσματα στα οποία εκτιθέμεθα, αναδιαμορφώνουμε ουσιαστικά τον εγκέφαλό μας, κι έτσι προκύπτει η μάθηση. Πρακτικά αυτό σημαίνει αποδυνάμωση των προηγούμενων συνδέσεων των κυττάρων του νευρικού μας συστήματος, και δημιουργία νέων. Η διαδικασία της μάθησης, επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες π.χ. από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα ερεθίσματα, από τα συναισθήματα, από την προηγούμενη γνώση κ.α.

Με ποιους τρόπους η διαδικασία της μάθησης μπορεί να γίνει πιο αποτελεσματική;

Αρχικά, η επανάληψη και η εξάσκηση μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τη μάθηση. Ο γερμανός ψυχολόγος Hermann Ebbinghaus, μίλησε για την καμπύλη της λήθης (forgetting curve), η οποία περιγράφει το πώς ξεχνάμε τις πληροφορίες με την πάροδο του χρόνου, αν δεν τις επαναλάβουμε. Σύμφωνα με αυτήν, η απώλεια της μνήμης είναι πιο έντονη αμέσως μετά τη μάθηση, με το μεγαλύτερο μέρος της πληροφορίας να χάνεται μέσα σε λίγες μέρες. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, η επανάληψη της πληροφορίας σε τακτά χρονικά διαστήματα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της γνώσης στη μνήμη μας. Η επαναλαμβανόμενη μάθηση σε διαστήματα (spaced repetition) είναι μια τεχνική μάθησης που βασίζεται στην επανάληψη της πληροφορίας σε αυξανόμενα χρονικά διαστήματα. Η μέθοδος αυτή αξιοποιεί την καμπύλη της λήθης, καθώς έχει αποδειχθεί ότι η επανάληψη της γνώσης λίγο πριν ξεχαστεί βοηθά στη μακροχρόνια αποθήκευσή της στη μνήμη.

Η βασική ιδέα είναι ότι κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε μια πληροφορία και τη θυμόμαστε σωστά, το επόμενο διάστημα μέχρι την επανάληψη μεγαλώνει. Γνωστή είναι η τεχνική 2-3-5-7, που υποστηρίζει πως αφού μάθουμε κάτι, κάνουμε επανάληψη τη 2η, 3η, 5η και 7η μέρα μετά την αρχική μάθηση. Κάθε φορά που επαναλαμβάνουμε τις πληροφορίες, ενισχύονται στη μνήμη μας και μειώνεται η πιθανότητα να ξεχάσουμε τις πληροφορίες αυτές. Γενικά, η επανάληψη και η εξάσκηση είναι η βάση για την απόκτηση και αλλαγή κάθε συμπεριφοράς, τρόπου σκέψης κλπ. Όσο περισσότερο εξασκούμαστε τόσο περισσότερο αναδομούμε τον εγκέφαλό μας κι έτσι λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο. 

Ακόμα, σημαντικός παράγοντας είναι η ενεργός συμμετοχή. Αυτό σημαίνει, πως όταν μαθαίνουμε πρέπει να εμπλεκόμαστε ενεργά στην μαθησιακή διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, ο εγκέφαλός ενεργοποιείται σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς προσπαθεί να διατηρήσει την προσοχή του σε συγκεκριμένα ερεθίσματα, να τα κατανοήσει και να αλληλεπιδράσει με αυτά. Έτσι, ενεργοποιούνται περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου, όπως περιοχές που σχετίζονται με την κριτική σκέψη και την επίλυση προβλημάτων, και όχι απλά με την παθητική κατανόηση. Για να εμπλακούμε ενεργά σε αυτό που κάνουμε και να μπορέσουμε να το εξηγήσουμε ή να το αναπαράγουμε, χρειάζεται πρώτα να το επεξεργαστούμε και να το κατανοήσουμε σε βάθος.

Αυτή η διαδικασία ενισχύει τα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου, δηλαδή τις συνδέσεις ανάμεσα στα νευρικά κύτταρα. Όσο περισσότερο ασχολούμαστε με το αντικείμενο, τόσο ισχυρότερες γίνονται αυτές οι συνδέσεις, γεγονός που οδηγεί στην εδραίωση των πληροφοριών και διευκολύνει τη μάθηση. Ένα παράδειγμα ενεργού μάθησης σε ενήλικες είναι η συμμετοχή σε μια ομαδική συζήτηση όπου τα μέλη της ομάδας καλούνται να επιλύσουν ένα πραγματικό πρόβλημα της δουλειάς τους, εφαρμόζοντας νέες γνώσεις. Αντί απλώς να ακούνε μια θεωρία, αναλύουν, προτείνουν λύσεις και τις παρουσιάζουν στους άλλους, ενισχύοντας έτσι την κατανόηση και την εφαρμογή της πληροφορίας. 

Η μάθηση, είναι πιο αποτελεσματική όταν βασίζεται σε προηγούμενη γνώση. Δηλαδή, μαθαίνουμε κάτι πιο εύκολα όταν μπορούμε να το συσχετίσουμε με προηγούμενες γνώσεις μας, συγκριτικά με κάτι τελείως καινούργιο. Η παλιά γνώση λειτουργεί κάπως σαν θεμέλιο για τη νέα γνώση που θα έρθει. Αυτό σημαίνει, πως όταν θέλει κανείς να μάθει κάτι πρέπει να ξεκινάει από τα βασικά, ώστε ο εγκέφαλός του να μπορεί να συνδέσει τη νέα πληροφορία με κάτι που του είναι ήδη γνώριμο, και σιγά σιγά να πηγαίνει σε πιο πολύπλοκες έννοιες. Αντίστοιχα, σε μια εκπαιδευτική διαδικασία, είναι σημαντικό ο εκπαιδευτής να γνωρίζει το επίπεδο των εκπαιδευόμενων και πάνω σε αυτό να δομεί τη νέα γνώση. 

Η πολυαισθητηριακή μάθηση επίσης λειτουργεί αποτελεσματικά. Όταν χρησιμοποιούμε πολλές αισθήσεις (όραση, ακοή, αφή, κίνηση, γεύση, όσφρηση) για να μάθουμε κάτι, ενεργοποιούνται περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου. Αυτό δημιουργεί περισσότερες συνδέσεις μεταξύ των νευρικών κυττάρων και ενισχύει την αποθήκευση της πληροφορίας. Ακόμα, ενισχύει τη δημιουργία πιο πλούσιων και ολοκληρωμένων αναπαραστάσεων της πληροφορίας στον εγκέφαλο. Αντί να έχουμε απλώς μια οπτική ή ακουστική εικόνα, έχουμε μια πολυδιάστατη εμπειρία που περιλαμβάνει διάφορες αισθήσεις, γεγονός που ενισχύει και την κατανόηση.

Επίσης, μπορεί να φανεί πιο αποτελεσματική σε ένα σύνολο εκπαιδευόμενων, καθώς ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικό μαθησιακό τύπο (οπτικός, ακουστικός, κιναισθητικός κλπ.) και η πολυαισθητηριακή μάθηση απευθύνεται σε όλους. Τέλος, η πολυαισθητηριακή μάθηση συνδέει τη γνώση με την πραγματικότητα κι έτσι την κάνει και πιο ενδιαφέρουσα. Για παράδειγμα, αν κάποιος μαθαίνει ιταλικά, μπορεί να παρακολουθήσει μια ιταλική ταινία (όραση, ακοή), να ακούσει ιταλικά τραγούδια (ακοή), να γράψει ιταλικές λέξεις και φράσεις (αφή/κίνηση), να μαγειρέψει μια ιταλική συνταγή (γεύση, όσφρηση) και να συνομιλήσει με έναν Ιταλό (όραση, ακοή, κίνηση).

Τέλος, η συνεχής παρακολούθηση και αυτοαξιολόγηση παίζουν σημαντικό ρόλο στη μάθηση. Αυτό σημαίνει πως, όσο μαθαίνουμε, είναι καλό να παρατηρούμε τη διαδικασία που ακολουθούμε, τις στρατηγικές που χρησιμοποιούμε, αλλά και το επίπεδο κατανόησής μας. Σας έχει τύχει ποτέ να διαβάσετε ένα ολόκληρο κείμενο και στο τέλος να μην θυμάστε τίποτα; Αυτό μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους: μπορεί να μην ήσασταν συγκεντρωμένοι, να μην προσπαθήσατε να κατανοήσετε αυτό που διαβάζατε ή το περιεχόμενο να ήταν πολύ δύσκολο και να μην μπορέσατε να το καταλάβετε. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, μέσω της συνεχούς παρατήρησης του εαυτού, μπορείτε να εντοπίσετε τι δεν λειτουργεί σωστά και να το διορθώσετε. Για παράδειγμα, αν παρατηρήσετε ότι η προσοχή σας έχει αποσπαστεί, επανεστιάζετε και ξεκινάτε από την αρχή. Αν κάτι δεν κατανοείτε, προσπαθείτε πρώτα να κατανοήσετε τα σημεία που σας λείπουν και στη συνέχεια ολόκληρο το κείμενο.

Πως τα συναισθήματα επηρεάζουν τη μάθηση;

Τα συναισθήματα είναι παρόντα σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας, κι επηρεάζουν και τη μαθησιακή διαδικασία και απόδοση. Κάθε προσπάθεια απόκτησης ικανοτήτων και μέγιστης επίδοσης σχετίζεται με συναισθηματικές αντιδράσεις, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν γνωστικές λειτουργίες όπως η προσοχή, η μάθηση και η μνήμη, η λογική και η επίλυση προβλημάτων. Το ενδιαφέρον είναι πως τα συναισθηματικά ερεθίσματα απορροφούν περισσότερη προσοχή και ταυτόχρονα ενισχύουν τη μάθηση και τη μνήμη, με αποτέλεσμα να απομνημονεύονται πιο έντονα και να διατηρούνται περισσότερο οι πληροφορίες.

Παρόλο που τα θετικά συναισθήματα συχνά διευκολύνουν τη μάθηση και σχετίζονται με αυξημένη αυτοπαρακίνηση και ικανοποίηση, η έρευνα δείχνει ότι και ορισμένες αρνητικές καταστάσεις, όπως η σύγχυση, μπορούν να ενισχύσουν τη μάθηση, καθώς οδηγούν σε αυξημένη εστίαση και βαθύτερη επεξεργασία του υλικού.

Το στρες αποτελεί έναν παράγοντα με διττή επίδραση: όταν είναι ήπιο και βραχυπρόθεσμο, μπορεί να ενισχύσει τη μαθησιακή διαδικασία, ενώ το έντονο και παρατεταμένο στρες έχει αρνητικές συνέπειες στη μνήμη και τη μάθηση, καθώς ο οργανισμός εστιάζει στο να αντιμετωπίσει τον έντονο κίνδυνο που αντιλαμβάνεται, μπλοκάροντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα σύνθετης σκέψης. 

Οι επιδράσεις των συναισθημάτων στη μάθηση εξηγούνται κυρίως μέσω της ενίσχυσης της προσοχής και του κινήτρου. Τα συναισθηματικά ερεθίσματα αυξάνουν την εγρήγορση και το ενδιαφέρον, διευκολύνοντας την επιλογή και οργάνωση των σημαντικών πληροφοριών. Επιπλέον, η περιέργεια και οι καταστάσεις που προκαλούν έκπληξη κινητοποιούν τον εγκέφαλο να επεξεργαστεί και να αποθηκεύσει νέες γνώσεις πιο αποτελεσματικά. Ακόμα, όταν έχουμε κίνητρο να μάθουμε κάτι και να ολοκληρώσουμε μια εργασία, ακόμα κι αν μας φαίνεται δύσκολη ή βαρετή (π.χ. ένα σημαντικό deadline που μπορεί να οδηγήσει σε προαγωγή), τότε ρυθμίζουμε αυτόματα τα συναισθήματά μας ώστε να καταφέρουμε να το ολοκληρώσουμε. Για παράδειγμα αν όντως κάτι μας φαίνεται δύσκολο ή βαρετό συνήθως το παρατάμε, αν όμως έχουμε ισχυρό κίνητρο να το ολοκληρώσουμε θα προσπαθήσουμε να το κάνουμε πιο ενδιαφέρον ή να σκεφτούμε τις θετικές συνέπειες της ολοκλήρωσής του, ώστε να καταφέρουμε να συνεχίσουμε. 

Έχει φανεί ότι τα συναισθήματα βοηθούν τη μνήμη, επειδή τραβούν την προσοχή μας σε ό,τι έχει συναισθηματική σημασία. Από τα πρώτα κιόλας στάδια της αντίληψης, ο εγκέφαλος εστιάζει περισσότερο σε πληροφορίες που μας αγγίζουν συναισθηματικά, κάνοντάς τες πιο εύκολα αντιληπτές. Αυτή η αυξημένη προσοχή διευκολύνει το να αποθηκευτούν αυτές οι πληροφορίες στη μακρόχρονη μνήμη, μέσω της ενεργοποίησης εγκεφαλικών περιοχών που ελέγχουν και κατευθύνουν την επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων.

Γενικά, όταν ασχολούμαστε με μια εργασία δημιουργούνται κάποια συναισθήματα για αυτήν (π.χ. ενδιαφέρον ή βαρεμάρα), και κάθε φορά που ασχολούμαστε με αντίστοιχη εργασία, δημιουργούνται αντίστοιχα συναισθήματα. Αυτό, μπορεί να αλλάξει όμως π.χ. αν είναι δυσλειτουργικό για εμάς. Για παράδειγμα, αν κάποια εργασία μας φαίνεται επανειλημμένα βαρετή γιατί την έχουμε συνδέσει με τέτοια συναισθήματα, μπορούμε συνειδητά να κάνουμε τη διαδικασία πιο ενδιαφέρουσα και ευχάριστη, ώστε να αλλάξει η σύνδεση μεταξύ συναισθήματος και εργασίας.

Από την άλλη, οι αναμνήσεις, σε μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση αντανακλώνται εύκολα, όταν βρεθούμε σε μία αντίστοιχη συναισθηματική κατάσταση. Για παράδειγμα αν νιώθουμε αγχωμένοι, έρχονται στο μυαλό μας αντίστοιχες στιγμές άγχους, καθώς και πως τις αντιμετωπίσαμε. Έτσι λοιπόν, οι προσομοιώσεις π.χ. στη διαχείριση άγχους μπορεί να είναι χρήσιμες γιατί ο εγκέφαλος θα ανακαλέσει στρατηγικές διαχείρισης. 

Τέλος, τα συναισθήματα είναι μεταδοτικά. Για παράδειγμα, σε μια εκπαίδευση, αν ο εκπαιδευτής φαίνεται να έχει ενδιαφέρον σε αυτό που κάνει και καλή διάθεση, το μεταδίδει και στους εκπαιδευόμενους. Αν αντίστοιχα φαίνετα δυστακτικός ή να βαριέται, επίσης θα δημιουργήσει αυτό το συναίσθημα στους εκπαιδευόμενούς του.

Πρακτική εφαρμογή στην εκπαίδευση ενηλίκων

Για να μπορέσουμε να ενσωματώσουμε τις παραπάνω αρχές στην εκπαίδευση ενηλίκων μέσα σε έναν οργανισμό, χρειάζεται να διαμορφώσουμε μια κουλτούρα που ενθαρρύνει τη συνεχή εξέλιξη ακολουθώντας και τις παρακάτω στρατηγικές:

  1. Καλλιέργεια κουλτούρας μάθησης
    Η μάθηση πρέπει να αποτελεί βασική αξία του οργανισμού. Αυτό σημαίνει να ενθαρρύνουμε την περιέργεια, να αποδεχόμαστε τα λάθη ως ευκαιρίες για βελτίωση και να επιβραβεύουμε όσους αναζητούν νέες γνώσεις. Όταν η μάθηση είναι μέρος της καθημερινότητας, οι εργαζόμενοι νιώθουν ασφαλείς να πειραματιστούν και να εξελιχθούν.
  2. Η διοίκηση ως πρότυπο
    Οι ηγέτες και τα διοικητικά στελέχη πρέπει να λειτουργούν ως πρότυπα δια βίου μάθησης. Όταν η διοίκηση συμμετέχει ενεργά σε εκπαιδεύσεις, μοιράζεται τις δικές της εμπειρίες μάθησης και ενθαρρύνει ανοιχτά την ανάπτυξη, δημιουργεί ένα θετικό παράδειγμα που παρακινεί όλη την ομάδα.
  3. Εκπαιδεύσεις με συνέχεια και επανάληψη
    Η μάθηση δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια διαρκής διαδικασία. Οι εκπαιδεύσεις πρέπει να έχουν συνέχεια, με τακτικές επαναλήψεις και εξάσκηση της γνώσης. Η επανάληψη βοηθά στη μακροχρόνια αποθήκευση των πληροφοριών και στην ενίσχυση των δεξιοτήτων.
  4. Διαδραστικός χαρακτήρας εκπαιδεύσεων
    Οι εκπαιδεύσεις πρέπει να είναι βιωματικές και διαδραστικές, ώστε οι συμμετέχοντες να εμπλέκονται ενεργά. Ομαδικές συζητήσεις, case studies, role playing και πρακτικές ασκήσεις ενισχύουν τη μάθηση, καθώς ενεργοποιούν περισσότερες περιοχές του εγκεφάλου και διευκολύνουν την εφαρμογή της γνώσης στην πράξη.
  5. Συνεχής ανατροφοδότηση και αξιολόγηση
    Η παροχή τακτικού feedback και η αυτοαξιολόγηση είναι απαραίτητα στοιχεία για την αποτελεσματική μάθηση. Η ανατροφοδότηση βοηθά τους εργαζόμενους να εντοπίζουν τα δυνατά τους σημεία και τις περιοχές που χρειάζονται βελτίωση, ενώ η αξιολόγηση της προόδου ενισχύει το αίσθημα επίτευξης και παρακινεί για περαιτέρω ανάπτυξη. Τέλος, η αυτοαξιολόγηση βοηθά στον εντοπισμό κενών ή λαθών στη διαδικασία της μάθησης.
  6. Εξατομικευμένη μάθηση
    Κάθε εργαζόμενος έχει διαφορετικό μαθησιακό στυλ και ανάγκες. Η αξιοποίηση διαφορετικών μεθόδων (οπτική, ακουστική, κιναισθητική μάθηση) και η προσαρμογή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στις ανάγκες της ομάδας, αυξάνει την αποτελεσματικότητα και το ενδιαφέρον για τη μάθηση.