Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (Neuro-linguistic programming/ NLP)
Τα τελευταία χρόνια, όλο και ισχυρότερο έδαφος κερδίζει ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (Neuro-linguistic programming/ NLP), καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι τον χρησιμοποιούν ως εργαλείο ενδυνάμωσης. Συχνά θα έχετε συναντήσει “ειδικούς” ή “coaches” να χρησιμοποιούν τεχνικές NLP, όπως π.χ. οι θετικές δηλώσεις, με σκοπό την παροχή συμβουλευτικής και την ενδυνάμωση των ατόμων. Ωστόσο, το NLP είναι μια προσέγγιση, η οποία έχει δεχθεί αρκετή κριτική, καθώς φαίνεται να στερείται επιστημονικής εγκυρότητας.
Σκοπός του άρθρου είναι να παρουσιάσει τη βασική ιδέα και αρχές του NLP καθώς και βασικές τεχνικές του ενώ παράλληλα να αναφερθεί στα σημεία που εστιάζουν οι επικριτές του.
Τι είναι το NLP
Ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (NLP) είναι μια προσέγγιση που εξετάζει τη σύνδεση μεταξύ του τρόπου που σκεφτόμαστε (νευρολογικές διαδικασίες), της γλώσσας (γλωσσικές δομές) και της συμπεριφοράς μας. Σύμφωνα με το NLP, οι σκέψεις και οι εσωτερικές μας αναπαραστάσεις μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά μας, και αντίστροφα.
Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι βιώνουμε τον κόσμο με βάση τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλός μας τον αντιλαμβάνεται, κι έτσι αλλάζοντας τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο και τις πεποιθήσεις μας, μπορούμε να επιφέρουμε αλλαγές στη συμπεριφορά μας και να πετύχουμε τους στόχους μας. Το NLP υποστηρίζει πως μελετά το “πώς” στη συμπεριφορά μας και έχει σκοπό να κατανοήσει τα βήματα πίσω από τη συμπεριφορά που εκδηλώνουμε.
Σκοπός δεν είναι η αξιολόγηση του αποτελέσματος. Ακόμα κι αν δεν πετύχουμε τον στόχο μας, δηλαδή, το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό από αυτό που επιδιώκαμε, είναι προϊόν συνέπειας και συγκεκριμένης διαδικασίας.
Το NLP μας βοηθά να αναλύσουμε τον «αλγόριθμο» που οδηγεί σε μια συμπεριφορά, δίνοντάς μας επίγνωση του πώς κάνουμε κάτι. Στη συνέχεια, μπορούμε να δουλέψουμε πάνω σε αυτό το μοτίβο για να φτάσουμε στη συμπεριφορά που επιθυμούμε. Αποτελεί ένα σύνολο τεχνικών που μας διδάσκουν πώς να «εκπαιδεύουμε» το μυαλό μας.
Αν και το NLP, συχνά, αναφέρεται στη νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου, δε στηρίζεται άμεσα στις επιστημονικές αρχές της, αλλά περισσότερο στις τεχνικές που στοχεύουν στην αλλαγή σκέψεων και συμπεριφορών.
Μέσω της αποδόμησης του όρου Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (Neuro-Linguistic Programming – NLP) αναδεικνύεται η φιλοσοφία και η βασική δομή του. Πιο αναλυτικά:
- Νεύρο (Neuro): Εστιάζει στο πώς οι αισθήσεις μας (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση) λαμβάνουν πληροφορίες από το εξωτερικό περιβάλλον και πώς αυτές οι πληροφορίες επεξεργάζονται από το νευρικό μας σύστημα. Ουσιαστικά, αφορά τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε εμπειρίες μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με τον κόσμο.
- Γλωσσικός (Linguistic): Υπογραμμίζει τη σημασία της γλώσσας, τόσο λεκτικής όσο και μη λεκτικής. Η γλώσσα αποτελεί εργαλείο που μας βοηθά να αποδίδουμε νόημα στα ερεθίσματα που λαμβάνουμε και να εκφράζουμε τις εμπειρίες μας. Παράλληλα, η γλώσσα επηρεάζει τον τρόπο σκέψης μας και τις αντιλήψεις μας για την πραγματικότητα.
- Προγραμματισμός (Programming): Αναφέρεται στα μοτίβα συμπεριφοράς και στις στρατηγικές που υιοθετούμε με βάση την επεξεργασία των ερεθισμάτων και τη χρήση της γλώσσας. Αυτά τα μοτίβα καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούμε, επικοινωνούμε και προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον μας.
Με λίγα λόγια, ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός είναι μια μέθοδος που διερευνά και αξιοποιεί τη σύνδεση ανάμεσα στον τρόπο που επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες (νευρολογικά), τις εκφράζουμε (γλωσσικά) και τις μετατρέπουμε σε συμπεριφορές (προγραμματισμός).
Πώς δημιουργήθηκε
H ιδέα προέκυψε μετά από τη σκέψη του τι κάνουν οι επιτυχημένοι άνθρωποι και καταλήγουν να είναι επιτυχημένοι, δηλαδή, ότι καταφέρνουν να κάνουν κάτι με συνέπεια. Τη δεκαετία του 1970 οι Bandler και Grinder ξεκίνησαν το NLP ως μια προσπάθεια να κατανοήσουν τη δομή της ανθρώπινης υποκειμενικής εμπειρίας με έναν πιο απλοποιημένο και πρακτικό τρόπο, αποφεύγοντας την πολυπλοκότητα των ήδη υπαρχόντων προσεγγίσεων, όπως η γνωστική-συμπεριφορική ψυχολογία ή η ψυχοδυναμική θεωρία.
Αρχικά παρατηρούσαν κορυφαίους θεραπευτές (όπως ο Fritz Perls, δημιουργός της Gestalt θεραπείας, ο Milton H. Erickson, που ήταν πρωτοπόρος στην υπνοθεραπεία, και η Virginia Satir, γνωστή για τη συστημική οικογενειακή θεραπεία) για να καταλάβουν ποιες τεχνικές και αρχές χρησιμοποιούσαν για να πετύχουν, πολλές από τις οποίες πιθανόν δεν ήταν συνειδητά δομημένες από τους ίδιους τους θεραπευτές. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ανέπτυξαν το NLP ως ένα σύνολο εργαλείων και τεχνικών που μπορούσαν να εφαρμοστούν για την κατανόηση και βελτίωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και επικοινωνίας.
Στη συνέχεια, το NLP εξελίχθηκε και επεκτάθηκε πέρα από τη θεραπεία, για να χρησιμοποιηθεί σε τομείς όπως η προσωπική ανάπτυξη, η ηγεσία, οι πωλήσεις και η εκπαίδευση. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει αμφιλεγόμενο, καθώς η επιστημονική του βάση αμφισβητείται από αρκετούς ερευνητές.
Σύμφωνα με τις αρχές του NLP, η ανθρώπινη εμπειρία θεωρείται υποκειμενική, δηλαδή ότι ο καθένας έχει μια δική του εσωτερική αναπαράσταση του κόσμου που μπορεί να μην αντανακλά την πραγματικότητα. Παράλληλα, υποστηρίζεται πως οι νοητικές αναπαραστάσεις του κόσμου είναι αποτέλεσμα των 5 αισθήσεων και πως σε κάθε άνθρωπο κυριαρχεί ένα αισθητηριακό σύστημα, το οποίο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει και επεξεργάζεται κανείς τις πληροφορίες. Οι αισθητηριακές πληροφορίες φιλτράρονται και γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον καθένα με βάση εμπειρίες, πεποιθήσεις κλπ.
Πού χρησιμοποιείται
Καθώς σκοπός του NLP είναι οι αλλαγές στη συμπεριφορά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διάφορους στόχους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ειδικούς ψυχικής υγείας είτε αυτόνομα είτε σε συνδυασμό με άλλες τεχνικές με σκοπό για παράδειγμα την αντιμετώπιση άγχους. Επομένως, εδώ, ο ειδικός επιδιώκει να καταλάβει τους “χάρτες” του ατόμου, ώστε να αναγνωρίσει δυσλειτουργικά μοτίβα σκέψης που μπλοκάρουν το άτομο και να τα αντικαταστήσει με πιο λειτουργικά.
Ωστόσο, δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά σε άτομα με κάποια ψυχική δυσφορία, αλλά και σε οποιονδήποτε θέλει να εξελιχθεί και να αποκτήσει νέες δεξιότητες, όπως στις δημόσιες ομιλίες, στις πωλήσεις, στην ηγεσία κλπ. Πολλοί coaches χρησιμοποιούν τις τεχνικές του NLP με σκοπό να βοηθήσουν τα άτομα να πετύχουν τους σκοπούς τους.
Τεχνικές
Παρακάτω παρουσιάζονται 6 τεχνικές NLP, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο υποστηρίζεται ότι λειτουργούν αλλά και μια γενική ιδέα σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να τις εντάξει στη ζωή του. Σκοπός είναι η κατανόηση της βασικής ιδέας και λειτουργίας τους και όχι η παροχή συμβουλευτικής και coaching.

1.
Φανταστική απεικόνιση εξάσκησης (imagery training)
Είναι μια ψυχολογική – γνωστική τεχνική η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία ζωντανών, πολυαισθητηριακών νοερών εικόνων μιας συγκεκριμένης κατάστασης ή στόχου. Χρησιμοποιείται συχνά στα αθλήματα και στην προσωπική ανάπτυξη.
Σκοπός είναι το άτομο να εξασκηθεί νοερά και να ενισχύσει την επίδοσή του, ώστε να πετύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτό επιτυγχάνεται με το να οραματιστεί τον εαυτό του να εκτελεί με επιτυχία ένα έργο και να πετυχαίνει κάποιον στόχο. Συχνά, στη διαδικασία αυτή συμπεριλαμβάνονται και αισθητηριακές λεπτομέρειες (π.χ. ήχοι, εικόνες, αισθήματα κλπ.), ώστε η εικόνα να γίνει πιο ρεαλιστική.
Με αυτό τον τρόπο, οι υποστηρικτές του NLP ισχυρίζονται ότι το άτομο μπορεί να βελτιώσει την απόδοσή του και να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του. Μάλιστα, η τεχνική αυτή θεωρείται πιο απλή και συστήνεται και για αρχάριους στο NLP.
2.
Άγκυρες (NLP anchoring)
Η τεχνική αυτή θυμίζει τις αρχές του συμπεριφορισμού και πιο συγκεκριμένα την κλασική εξαρτημένη μάθηση. Αυτό σημαίνει ότι σκοπός είναι να γίνει σύνδεση μεταξύ ενός ερεθίσματος (μία λέξη, μια κίνηση, ένα άγγιγμα κλπ.) με την επιθυμητή ψυχολογική και σωματική κατάσταση. Έτσι, δημιουργείται μία “άγκυρα”, δηλαδή, όταν το άτομο θέλει να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση χρησιμοποιεί την άγκυρα-ερέθισμα για φτάσει εκεί. Π.χ. μπορεί να ακουμπά το χέρι του και αυτό να του δημιουργεί το αίσθημα της σιγουριάς γιατί έχει συνδέσει αυτό το άγγιγμα με αυτό το αίσθημα.
Και πώς δημιουργείται αυτή η σύνδεση; Αρχικά, το άτομο ανακαλεί στιγμές οι οποίες το κάνουν να νιώθει σιγουριά κι αυτοπεποίθηση και ενώ βρίσκεται σε αυτή τη νοητική κατάσταση ακουμπάει το χέρι του με τον συγκεκριμένο τρόπο, ώστε να γίνει η σύνδεση μετά από κάποιες επαναλήψεις, με αποτέλεσμα κάθε φορά που ακουμπά με αυτόν τον τρόπο το χέρι του να βιώνει το ίδιο αίσθημα αυτό.
3.
Τεχνική Αλλαγής (NLP swish)
Η τεχνική αυτή είναι πιο δύσκολη και απευθύνεται σε άτομα που είναι πιο εξοικειωμένα με το NLP. Σκοπό έχει να τα βοηθήσει να αλλάξουν “κακές συνήθειες”. Πιο συγκεκριμένα, όταν το άτομο βιώνει ή σκέφτεται μία κατάσταση η οποία δεν του αρέσει αλλά δεν μπορεί και να ξεφύγει από αυτήν, πρέπει να φαντάζεται τον εαυτό του έξω από αυτήν. Δηλαδή, τη στιγμή που πάει να κάνει μια παρόρμηση (από την οποία όμως θέλει να απαλλαγεί) να σκέφτεται πως θα ήθελε ιδανικά να είναι χωρίς αυτήν, τον ιδανικό του εαυτό.
Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται ένα όραμα από την άλλη πλευρά, σχετικά με το ποιος θέλει ο άνθρωπος να γίνει. Σκοπός είναι να οραματίζεται απλά τον ιδανικό του εαυτό. Όσο περισσότερο εμπλέκεται το άτομο στη διαδικασία αυτή, τόσο περισσότερο αναδιοργανώνει τη σκέψη του ασυνείδητα και αλλάζει συνήθεια.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Στηρίζεται στην αντικατάσταση της εικόνας της κακής συνήθειας με μια εικόνα του ιδανικού εαυτού. Η διαδικασία περιλαμβάνει: Αναγνώριση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς ή κατάστασης και δημιουργία μιας ζωντανής εικόνας στο μυαλό. Έπειτα, δημιουργία μιας δεύτερης εικόνας του ιδανικού εαυτού, ο οποίος έχει ήδη ξεπεράσει την κακή συνήθεια. Στη συνέχεια, αντικατάσταση (swish) της πρώτης εικόνας με τη δεύτερη μέσα από μια γρήγορη νοητική κίνηση, δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα που προκαλεί η επιθυμητή αλλαγή. Τέλος, επανάληψη της διαδικασίας αρκετές φορές για την ενίσχυση της νέας σύνδεσης.
4.
Πρότυπο (modeling)
Η τεχνική αυτή έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών επιτυχημένων επιχειρηματιών, αθλητών κλπ. Βασίζεται στην ιδέα ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές ενός ατόμου μπορούν να παρατηρηθούν, να αναλυθούν και να αναπαραχθούν για την επίτευξη παρόμοιων αποτελεσμάτων. Ουσιαστικά, πρόκειται για τη μελέτη και μίμηση των στρατηγικών που χρησιμοποιούν άνθρωποι που έχουν ήδη πετύχει τους στόχους που κάποιος άλλος αντίστοιχα επιδιώκει. Μέσα από το Modeling, το άτομο μπορεί να αποκτήσει νέες δεξιότητες, να υιοθετήσει αποτελεσματικές νοοτροπίες και να επιταχύνει την πρόοδό του.
Πώς μπορεί κανείς να το εφαρμόσει; Πρέπει να ξεκινήσει επιλέγοντας πρότυπα που θαυμάζει και έχουν πετύχει σε τομείς που ο ίδιος ενδιαφέρεται. Έπειτα, να παρατηρήσει πώς σκέφτονται, ποιες στρατηγικές ακολουθούν και πώς συμπεριφέρονται. Παράλληλα με αυτό, το άτομο μπορεί να βρει έναν μέντορα, να συμμετέχει σε ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή να μελετήσει τις συνήθειες ενός επιτυχημένου ατόμου, όπως ενός διευθυντή ή επιχειρηματία που θαυμάζει. Στη συνέχεια, εφόσον καταλήξει και σε κάποια συμπεράσματα, να ενσωματώσει τα στοιχεία αυτά στη δική του ζωή, προσαρμόζοντάς τα στις δικές του ανάγκες. Όσο περισσότερο εξασκείται κάποιος και περιβάλλεται από θετικά πρότυπα τόσο πιο αποτελεσματικά θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει αυτή τη στρατηγική για να εξελίξει τη ζωή του.
5.
Καθρέφτισμα (mirroring)
Η τεχνική αυτή αξιοποιεί τη γλώσσα του σώματος για τη δημιουργία οικειότητας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις διαπροσωπικές σχέσεις. Βασίζεται στην αρχή ότι μεγάλο μέρος της επικοινωνίας μας είναι μη λεκτικό – μόλις το 7% του μηνύματος μεταφέρεται με λέξεις, ενώ ο τόνος της φωνής αντιπροσωπεύει το 38% και η γλώσσα του σώματος το 55%. Μέσω της τεχνικής αυτής, κάποιος μπορεί και αντικατοπτρίζει τη στάση, τις κινήσεις ή ακόμη και το ύφος επικοινωνίας του συνομιλητή του. Αυτό δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας και συντονισμού, κάνοντας το άλλο άτομο να αισθάνεται ότι το καταλαβαίνει.
Για να εφαρμοστεί, μπορεί κανείς να ξεκινήσει παρατηρώντας προσεκτικά τη γλώσσα του σώματος, τον τόνο φωνής και τον ρυθμό ομιλίας του ατόμου με το οποίο επικοινωνεί. Αν ο ένας συνομιλητής είναι ενεργητικός, μπορεί κι ο άλλος να υιοθετήσει μια ενεργητική στάση. Αν είναι χαλαρός και ήρεμος, κι ο άλλος να υιοθετήσει αυτό το ύφος. Μπορεί, επίσης, να προσαρμόσει το λεξιλόγιο ή τις εκφράσεις του, ώστε να ταιριάζουν με το δικό του στυλ επικοινωνίας. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύει την αίσθηση εμπιστοσύνης και κατανόησης, καθώς το άτομο απέναντί νιώθει ότι υπάρχει κοινή ενέργεια και επικοινωνιακός ρυθμός. Η τεχνική αυτή είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε διαπραγματεύσεις, πωλήσεις, αλλά και στην καθημερινή οικοδόμηση σχέσεων.
6.
Θετικές δηλώσεις (affirmations)
Η τεχνική των θετικών δηλώσεων είναι μια πρακτική που βασίζεται στην επανάληψη συγκεκριμένων φράσεων, οι οποίες εκφράζουν θετικά συναισθήματα, πεποιθήσεις και στόχους. Ο σκοπός της είναι να αντικαταστήσει αρνητικές σκέψεις με θετικές, ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση και την αισιοδοξία. Όταν χρησιμοποιεί κανείς θετικές δηλώσεις, επηρεάζει τον τρόπο που σκέφτεται και αισθάνεται για τον εαυτό του και τις δυνατότητές του, ενισχύοντας τη νοητική του στάση και εστιάζοντας σε όσα θέλει να πετύχει.
Πώς μπορεί να το εφαρμόσει κάποιος; Μπορεί κανείς να ξεκινήσει διατυπώνοντας φράσεις που είναι προσωπικές, αναφέρονται στο παρόν και είναι γεμάτες δύναμη. Για παράδειγμα, αντί να πει «Θα γίνω καλός στη δουλειά μου», μπορεί να χρησιμοποιήσει τη δήλωση «Είμαι ικανός και αποδοτικός στη δουλειά μου». Χρειάζεται καθημερινή επανάληψη είτε δυνατά είτε νοερά και συνδυασμός με θετικά συναισθήματα. Όσο περισσότερο επαναλαμβάνονται αυτές οι φράσεις και ενσωματώνονται στη ρουτίνα τόσο πιο έντονα θα αρχίσει να πιστεύει κανείς σε αυτές και να καλλιεργεί μια θετική νοοτροπία που υποστηρίζει την επίτευξη των στόχων του.
NLP: Κριτική
Παρά το γεγονός ότι το NLP χρησιμοποιείται ευρέως π.χ. από διάφορους coaches, δεν έχει ισχυρή επιστημονική ισχύ. Αυτό σημαίνει πως οι βασικές αρχές της δεν μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με βάση επιστημονικά τεκμηριωμένες θεωρίες και πως οι τεχνικές του δεν έχουν ελεγχθεί με βάση την επιστημονική μεθοδολογία ώστε να αξιολογηθεί και να επιβεβαιωθεί η αξιοπιστία και η εγκυρότητά τους. Για παράδειγμα, η πλειοψηφία των δημοσιεύσεων σχετικά με το NLP είναι είτε εννοιολογικές (θεωρητική επεξήγηση που δεν βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα) είτε καθοδηγητικές (guidance papers), χωρίς να βασίζονται σε ερευνητικά δεδομένα. Συχνά, περιλαμβάνουν ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς για την αποτελεσματικότητα του NLP.
Αντίθετα, η επιστήμη βασίζεται στη συλλογή πληροφοριών μέσω συστηματικών μεθόδων, όπως παρατήρηση, έρευνα και πείραμα. Με βάση αυτά τα εμπειρικά δεδομένα που συλλέγει η επιστήμη, δομεί τις θεωρίες της. Τα επιστημονικά ευρήματα βασίζονται σε επαναλαμβανόμενες έρευνες, ώστε να θεωρηθούν έγκυρα και αξιόπιστα κι έτσι να μπορούν να γενικευτούν. Ακόμα, οι επιστημονικές αρχές ισχύουν για όσο δεν προκύπτουν νέα δεδομένα από την επιστημονική κοινότητα και έρευνα ώστε να τα απορρίψουν ή να τα τροποποιήσουν. Αυτή είναι και η κύρια διαφορά μεταξύ επιστήμης και ψευδοεπιστήμης.
Για αυτό το λόγο, συχνά το NLP χαρακτηρίζεται και ως ψευδοεπιστήμη, καθώς δεν είναι επαρκώς εμπειρικά αποδεδειγμένες οι αρχές του και δεν υποβάλλονται συστηματικά σε εμπειρικές δοκιμές. Παράλληλα, χαρακτηριστικό της ψευδοεπιστήμης αποτελούν οι διατυπώσεις για διαμεσολάβηση δυνάμεων που δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν με αυστηρές επιστημονικές μεθόδους.
Επομένως ποια είναι τα βασικά σημεία στα οποία δέχεται κριτική;
- Το NLP δέχεται κριτική για την έλλειψη εμπειρικών δεδομένων που να υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητά του, καθώς βασίζεται κυρίως σε ανέκδοτα αποδεικτικά στοιχεία και στερείται επιστημονικής εγκυρότητας. Οι υποστηρικτές του, όμως, ισχυρίζονται ότι ο υποκειμενικός χαρακτήρας του δυσκολεύει τα τυποποιημένα πειράματα και ότι η ποιοτική έρευνα και οι προσωπικές εμπειρίες έχουν αξία στην αξιολόγησή του.
- Το NLP, συχνά, κατηγορείται για σύνδεση με την ψευδοεπιστήμη, καθώς επικριτές θεωρούν ότι βασίζεται σε υποκειμενικές ερμηνείες και όχι σε αντικειμενικά δεδομένα. Οι υποστηρικτές του απαντούν ότι το NLP δεν είναι επιστημονική θεωρία, αλλά ένα πρακτικό εργαλείο για κατανόηση και επιρροή της ανθρώπινης συμπεριφοράς, τονίζοντας ότι ακόμη και χωρίς πλήρη εμπειρική τεκμηρίωση μπορεί να είναι χρήσιμο για προσωπική ανάπτυξη και επικοινωνία.
- Το NLP δέχεται κριτική για την έλλειψη τυποποίησης (διασφάλιση συνέπειας και συγκρισιμότητας αποτελεσμάτων), καθώς δεν διαθέτει συνεπή σύνολα εννοιών, μεθοδολογιών και προτύπων, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την αξιοπιστία και την εγκυρότητά του. Οι υποστηρικτές αναγνωρίζουν την ανάγκη βελτίωσης της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας, προωθώντας μεγαλύτερη τυποποίηση και έρευνα. Παράλληλα, υποστηρίζουν ότι η ευελιξία του NLP επιτρέπει την προσαρμογή του στις ανάγκες κάθε περίπτωσης, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητά του.
- Το NLP κατακρίνεται για πιθανά ηθικά ζητήματα, όπως η χειραγώγηση ευάλωτων ατόμων χωρίς ενημερωμένη συναίνεση ή επαρκή εκπαίδευση. Οι υποστηρικτές του τονίζουν τη σημασία της ηθικής πρακτικής, της κατάλληλης εκπαίδευσης και πιστοποίησης, καθώς και του σεβασμού της αυτονομίας και της ευημερίας των ανθρώπων.
- Το NLP δέχεται κριτική για την έλλειψη έρευνας με peer-review, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες για την επιστημονική του αξιοπιστία. Οι υποστηρικτές αναγνωρίζουν την ανάγκη για περισσότερες τέτοιες μελέτες και υπογραμμίζουν τις δυσκολίες λόγω της υποκειμενικότητας των τεχνικών και της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενώ υποστηρίζουν, ότι προωθούν τη συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα για να καλυφθεί το κενό.
- Το NLP επικρίνεται για τα ασυνεπή αποτελέσματά του, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία του. Οι υποστηρικτές του θεωρούν ότι η μεταβλητότητα οφείλεται στις ατομικές ανάγκες και το πλαίσιο, υπογραμμίζοντας τη σημασία εξειδικευμένων επαγγελματιών που προσαρμόζουν τις τεχνικές στις ανάγκες κάθε ατόμου.
- Το NLP παρουσιάζει απουσία σύνδεσης με θεμελιωμένες ψυχολογικές θεωρίες, όπως η Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT), γεγονός που εγείρει ερωτήματα για την αξιοπιστία του. Οι υποστηρικτές του ισχυρίζονται ότι μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά, προσφέροντας εργαλεία που ενισχύουν άλλες ψυχολογικές προσεγγίσεις.